χαμολίβανο

χαμολίβανο
το, Ν
βοτ. κοινή ονομασία είδους τού φυτού λεβάντα και, ειδικότερα τού Lavender stoechas, αλλ. αγριολεβάντα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επίρρ. χάμω (βλ. και λ. χαμ[αι]-) + λιβάνι].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • χαμολίβανο — το είδος φυτού …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • τυφώνιος — και τυφώνειος και τυφαόνιος, (ε)ία, ον, Α [Τυφῶν, ῶνος / Τυφάων] 1. τυφωνικός 2. (το αρσ. στον πληθ. ως ουσ.) οἱ τυφώνιοι α) οι άνθρωποι τους οποίους έκαιγαν στην Αίγυπτο σε ορισμένες περιστάσεις β) (κατ επέκτ.) άνθρωποι αναίσθητοι, μωροί 3. το… …   Dictionary of Greek

  • χαμ(αι)- — α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στο επίρρημα χαμαί* και δηλώνει ότι κάτι υπάρχει, βρίσκεται ή γίνεται κάτω, στο έδαφος, καταγής, χαμηλά (πρβλ. χαμαι βάμων, χαμ ερπής), χρησιμοποιήθηκε, όμως, και… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”